Κύρβαντες

Κύρβαντες
Κύρβαντες
See also: s. Κορύβαντες

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κύρβαντες — Κύρβας masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”